-
1 внешний
внешн||ийприл в разн. знач. ἐξωτερικός:\внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας. -
2 внешний
-яя, -ее, επ.1. εξωτερικός•-ие признаки εξωτερικά σημάδια•
внешний вид εξωτερική μορφή•
-ее сходство εξωτερική ομοιότητα.
2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.
3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•-яя политика η εξωτερική πολιτική•
-враг ο εξωτερικός εχθρός•
-яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•
-ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.
εκφρ.внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου. -
3 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
4 диаметр
η διάμετρ/οςсопряжённые - ы συζυγείς - οι (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диаметр
-
5 внешнеполитический
внешнеполитический: \внешнеполитическийкурс η εξωτερική πολιτική* * *внешнеполити́ческий курс — η εξωτερική πολιτική
-
6 внешний
внешний в разн. знач. εξωτερικός: \внешний вид το εξωτερικό, η όψη· \внешнийяя политика η εξωτερική πολιτική* \внешнийяя торговля το εξωτερικό εμπόριο* * *в разн. знач.вне́шний вид — το εξωτερικό, η όψη
вне́шняя поли́тика — η εξωτερική πολιτική
вне́шняя торго́вля — εξωτερικό εμπόριο
-
7 внешность
внешность ж το εξωτερικό, η εξωτερική όψη (или εμφάνιση), το παρουσιαστικό* * *жτο εξωτερικό, η εξωτερική όψη ( или εμφάνιση), το παρουσιαστικό -
8 наружный
наружный ' εξωτερικός" \наружный вид η εξωτερική Γεμφάνιση· \наружныйое (лекарство) το φάρμακο εξωτερικής χρήσης* * *нару́жный вид — η εξωτερική εμφάνιση
нару́жное (лека́рство) — το φάρμακο εξωτερικής χρήσης
-
9 облик
-
10 политика
политика ж η πολιτική· мирная \политика η πολιτική ειρήνης· агрессивная \политика η επιθετική (или επιδρομική) πολιτική· внешняя (внутренняя)*\политика η εξωτερική ( εσωτερική) πολιτική* * *жη πολιτικήми́рная поли́тика — η πολιτική ειρήνης
агресси́вная поли́тика — η επιθετική ( или επιδρομική) πολιτική
вне́шняя (вну́тренняя) поли́тика — η εξωτερική (εσωτερική) πολιτική
-
11 внешность
внешн||остьж τό ἐξωτερικό[ν], ἡ ἐμφάνιση [-ις[, τό παρουσιαστικό, ἡ ἐξωτερική ὄψη [-ις], ἡ ἐπιφάνεια:красивая \внешностьость ἡ ὠραία ἐμφάνιση· \внешностьость обманчива τά φαινόμενα ἀπατοῦν, ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση εἶναι ἀπατηλή. -
12 внешность
-и θ.εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό• φάτσα, φιγούρα•судить по -и κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση.
-
13 наружный
επ.1. εξωτερικός•наружный вид дома η εξωτερική.όψη του σπιτιού•
-ая поверхность η εξωτερική επιφάνεια•
-ое лекарство φάρμακο εξωτερικής χρήσης.
2. μτφ. φαινομενικός, εικονικός, πλαστός προσποιητός•-ое спокойствие φαινομενική ηρεμία.
ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εξωτερικής χρήσης. -
14 габитус
1. (кристалла) η περιβολή (του κρυστάλλου) 2. биол., мед. η εξωτερική μορφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > габитус
-
15 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
16 зацепление
1. (на крюк) το αγκίστρωμα 2. (шестерён) η ζεύξη, η εμπλοκήзубчатое - οδοντωτή -, οι οδοντωτοί τροχοί- зубчатое косозубое см. зубчатое винтовое -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зацепление
-
17 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
18 зола
η τέφρα, η χόβολη, η στάχτη/στάκτηулавливать - у κατακρατώ την -, παγιδεύω την -первичная - πρωτεύουσα -, αρχική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зола
-
19 изолятор
1. (физ., эл.) о μονωτήρας, о μονωτήςорешковый - эл. καρυοειδής -2. (помещение) το απο-μονωτήριο (ιατρείο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолятор
-
20 индуктивность
1. (физическая величина) η επαγωγιμότητα 2. (устройство) το επαγωγικό πηνίο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индуктивность
См. также в других словарях:
ἐξωτερική — ἐξωτερικός external fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek